χαμαλίκι

χαμαλίκι
το, Ν
1. η εργασία τού χαμάλη, τού αχθοφόρου
2. συνεκδ. βαριά ή ανεπιθύμητη εργασία, αγγαρεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hamallik].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαμαλίκι — το 1. η εργασία του χαμάλη. 2. κάθε βαριά εργασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λίκι — και ιλίκι και ίκι κατάλ. αφηρημένων ουσ. τής Νεοελληνικής που δηλώνουν ιδιότητα συχνά με μειωτική σημασιολογική χροιά. Η κατάλ. προήλθε από δάνεια από την Τουρκική (κατάλ. lik), π.χ. μερακ λίκι. Η κατάλ. εμφανίζεται σπανιότερα και με τη μορφή ίκι …   Dictionary of Greek

  • χαμαλίκα — η, Ν 1. πάνινο επίστρωμα στην πλάτη αχθοφόρου, με το οποίο υποβοηθείται η μεταφορά φορτίου, η τύλη 2. μτφ. μεταφορά κάποιου πάνω στην πλάτη άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < χαμαλίκι] …   Dictionary of Greek

  • χαμαλοδουλειά — η, Ν σκληρή, επίπονη δουλειά, χαμαλίκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”